προσχηματικός

προσχηματικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στο πρόσχημα ή χρησιμεύει ως πρόσχημα: Προσχηματική επίσκεψη. – Προσχηματική δικαιολογία κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσχηματικός — ή, ό, Ν [πρόσχημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσχημα 2. αυτός που χρησιμεύει ως πρόσχημα. επίρρ... προσχηματικώς και προσχηματικά Ν ως πρόσχημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”